Αρχική σελίδα » Γνώμες » Διάλογος για μια Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση » Ανιστόρητη η πολιτική αντιμετώπισης της παγκόσμιας κρίσης;
20120302 maravegias_s
Άρθρο του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ναπολέοντα Μαραβέγια, αποκλειστικά για το ellispoint.gr


Το γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα προκαλεί κοινωνικές ανισότητες και οδηγεί στην εξάντληση των φυσικών πόρων είναι μια πραγματικότητα, που χάρη στον Κέυνς κυρίως , αναγνωρίστηκε σχεδόν από όλους μετά την κρίση του ’29 και ιδίως μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Γι αυτό το λόγο εξάλλου, τα Κράτη στο Δυτικό Κόσμο προσπάθησαν να μετριάσουν τις εγγενείς αδυναμίες αυτού του συστήματος, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, με στόχο να συνδυάσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη με την κοινωνική ειρήνη και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι στόχοι αυτοί σε μεγάλο βαθμό επετεύχθησαν με τη φορολογία των πλουσιοτέρων στρωμάτων, την εργατική νομοθεσία, τις κοινωνικές παροχές υγείας και παιδείας και τους περιορισμούς στην ανεξέλεγκτη ρύπανση και στη σπατάλη των φυσικών πόρων στη μεταπολεμική περίοδο. Σχεδόν σ’ ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο (Β. Αμερική και Δ. Ευρώπη) αναπτύχθηκε ένα κοινωνικό κράτος που επέτρεψε μια δικαιότερη διανομή του παραγόμενου πλούτου και έτσι εξασφάλισε την κοινωνική και πολιτική συναίνεση των μεσαίων στρωμάτων (κυρίως μισθωτών κ.ά.), οι οποίοι συμμετείχαν στην καταναλωτική ευμάρεια. Προφανώς, ένα μέρος της κοινωνίας συνήθως το 1/3 βρισκόταν πάντοτε σε μια σχετική στέρηση χωρίς, ωστόσο, να προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία του συστήματος και την ομαλή δημοκρατική διακυβέρνηση.

Όμως, όπως έχει υποστηριχθεί από πολλούς συγγραφείς, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 το κοινωνικό κράτος άρχισε να υποχωρεί σχεδόν σ’ όλες τις αναπτυγμένες χώρες κάτω από το βάρος των δύο πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του ’70 που περιόρισαν τις δυνατότητες ανάπτυξης του συστήματος. Η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, η απορύθμιση της αγοράς εργασίας, η απελευθέρωση των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις και η μεγαλύτερη ελευθερία στο διεθνές εμπόριο κ.ά., έδωσαν μια νέα ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη στο Δ. Κόσμο στη δεκαετία του ’80, χωρίς να προκληθούν σοβαρές κοινωνικές εντάσεις. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού έδωσε ακόμη μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης στο καπιταλιστικό σύστημα στις χώρες του πρώην σοβιετικού συνασπισμού, ενώ ταυτόχρονα περιόρισε την πολιτική και ιδεολογική δυναμική των κομμάτων της αριστεράς και γενικότερα του εργατικού κινήματος.

Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας ο Καπιταλισμός έμοιαζε να έχει θριαμβεύσει και η ιδεολογική του έκφραση, δηλ. η νεοφιλελεύθερη σκέψη, έμοιαζε να κυριαρχεί σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Ο ενθουσιασμός της απόλυτης κυριαρχίας του καπιταλισμού και άρση των περιορισμών στη λειτουργία του συστήματος, εφόσον εθεωρείτο ότι οι αγορές μπορούσαν να ρυθμίζουν τα πάντα χωρίς δημόσια παρέμβαση, οδήγησε στην μεγάλη κρίση που σήμερα διανύουμε. Στην αρχή της κρίσης η αντίδραση των Κρατών, ξεχνώντας την μέχρι τότε πίστη τους στις αγορές, ήταν να παρέμβουν μαζικά προκειμένου να μην καταρρεύσει η παγκόσμια οικονομία. Μεγάλες επιχειρήσεις και μεγάλοι τραπεζικοί κολοσσοί διασώθηκαν με δημόσιο χρήμα, πράγμα που προκάλεσε αύξηση των δημόσιων δαπανών. Όμως, η αύξηση των δαπανών σε συνδυασμό με τη μείωση των φορολογικών εσόδων, λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, προκάλεσε δημοσιονομικά ελλείμματα, ιδιαίτερα στις λιγότερο ισχυρές χώρες της Ε.Ε. , όπου επιδείνωσε δραματικά τις υπάρχουσες ανισορροπίες, με αποκορύφωμα την Ελλάδα. Έτσι, η κρίση του Καπιταλισμού μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση και σε κρίση δημοσίου χρέους σχεδόν όλων των κρατών του αναπτυγμένου κόσμου, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.

Οι πολιτικές που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης οδηγούν στην επιδείνωση της, με απόλυτα θύματα τους εργαζόμενους και ευρύτερα τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Παρόμοια πολιτική προσπαθούν να επιβάλλουν και οι συντηρητικές δυνάμεις (Ρεπουμπλικανικό Κόμμα) στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων σ’ ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο όπως διαπιστώνουν πολλοί από τους μετέχοντες στη συνάντηση του Νταβός. Η αφαίμαξη των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων και ιδιαίτερα των μισθωτών και συνταξιούχων με τη φορολογία και τις μειώσεις των εισοδημάτων , η σταδιακή κατάργηση του κοινωνικού κράτους, η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας σε συνθήκες ραγδαίας ανόδου της ανεργίας, ο δραστικός περιορισμός της παροχής δημοσίων αγαθών κλπ οδηγεί στη στέρηση και τελικά στην κοινωνική σύγκρουση.

Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η πολιτική αυτή που είναι κοινωνικά άδικη και πολιτικά επικίνδυνη ακολουθείται με ευλάβεια κυρίως από την κυριαρχούσα στην Ε.Ε. Γερμανία και βρίσκει υποστηρικτές από τους συντηρητικούς στις ΗΠΑ; Η απάντηση προφανώς δεν είναι απλή ούτε μοναδική. Η πολιτική αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί σε μία προσπάθεια να ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης έναντι των αναδυομένων χωρών (Κίνα, Ινδία κ.ά.) και λιγότερο στην προσπάθεια αποπληρωμής των δημοσίων χρεών. Διότι η αποπληρωμή των δημοσίων χρεών θα μπορούσε να επιτευχθεί με πολλούς άλλους τρόπους όπως πχ με την προώθηση επενδυτικών σχεδίων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη, ώστε να μειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ενώ η ύφεση, που προκαλεί η εφαρμοζόμενη πολιτική, επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο. Παράλληλα, η εξαγορά κρατικού χρέους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την άρση της απόλυτης απαγόρευσης να εκπληρώσει το ρόλο της, όπως όλες οι άλλες Κεντρικές Τράπεζες του κόσμου, θα είχε άμεσα αναπτυξιακά αποτελέσματα χωρίς πληθωριστικές πιέσεις σε συνθήκες ύφεσης.

Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης έναντι των αναδυομένων χωρών θα μπορούσε να ανακτηθεί μέσω των επενδύσεων σε τεχνολογικά προηγμένους κλάδους π.χ. σε ΑΠΕ ή /και σε μεγάλα διευρωπαϊκά δίκτυα, πράγμα που θα έδινε νέες δυνατότητες στην καπιταλιστική ανάπτυξη, χωρίς να προκαλείται κοινωνική έκρηξη, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αντιδημοκρατικές ατραπούς. Ίσως η επιμονή στην πολιτική βίαιης ανατροπής του κοινωνικού συμβολαίου, που στήριζε τη δημοκρατία τουλάχιστον στην Ευρώπη, θα μπορούσε να ερμηνευθεί από το «ξεθώριασμα» της συλλογικής μνήμης των κοινωνικών συγκρούσεων του μεσοπολέμου, οι οποίες οδήγησαν στον ολοκληρωτισμό πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Μπορεί συνεπώς να είναι χρήσιμη η υπόμνηση στους εμπνευστές της πολιτικής αυτής ότι, στην κοινωνική έκρηξη δεν οδηγεί μόνον ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, τον οποίο τόσο πολύ επικαλούνται, αλλά ακόμη περισσότερο η ανεργία και η φτώχεια των μεσαίων και των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.