Αρχική σελίδα » Γνώμες » Διάλογος για μια Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση » Γιατί χάσαμε τον δρόμο

Γιατί χάσαμε τον δρόμο

Εξηγώντας με νηφαλιότητα το εκλογικό αποτέλεσμα
Άρθρο του Πάνου Καζάκου στα ΝΕΑ (09/05/2012)

Χαρακτηριστικό του εκλογικού αποτελέσματος είναι η δραματική μείωση των ποσοστών των δύο μεγάλων κομμάτων (ιδίως του ΠΑΣΟΚ), η είσοδος στη Βουλή νέων κομμάτων, η ενδυνάμωση της Αριστεράς και της άκρας Δεξιάς. Τι συνέβη;
Σε θεωρητική διατύπωση, η πρωτοφανής μεταπολιτευτικά κινητικότητα αποτελεί μια ευκαιρία για να εξεταστούν οι υποθέσεις του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού στην πολιτική. Πιο γήινα, οφείλεται σε σειρά ολόκληρη αλληλένδετων παραγόντων που επενεργούσαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις:
- στην προγραμματική σύγκλιση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ,
- στη διάρρηξη της «πελατειακής συναίνεσης» που ανέτρεψε ατομικούς υπολογισμούς ωφελειών και κόστους,
- στην οργή και ανασφάλεια των πολιτών που πλήττονται από την ανεργία και την αβεβαιότητα,
- στην αίσθηση μιας εθνικής ταπείνωσης,
- στις επικρατούσες ιδέες και παραδοσιακές νομιμοφροσύνες.
Πρώτον, λοιπόν, η σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων γύρω από το «πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής» (Μνημόνιο ΙΙ) ή προς το (υποθετικό) κέντρο απελευθέρωσε δυνάμεις αριστερά και δεξιά τους.
Δεύτερον και συναφώς, η νέα συναίνεση για δημοσιονομική εξυγίανση και μεταρρυθμίσεις («Μνημόνιο ΙΙ») ανέτρεψε εν πολλοίς τις συναλλαγές που είχαν επιτευχθεί στο παρελθόν ανάμεσα σε πολιτική και οργανώσεις συμφερόντων ή άτομα και μεμονωμένες επιχειρήσεις σφυρηλατώντας ένα εκτεταμένο σύστημα προσοδοθηρίας. Επομένως, σήμανε τη διάρρηξη του «πελατειακού συμβολαίου» - για να χρησιμοποιήσω έναν προσφιλή στους πολιτικούς αναλυτές όρο. Οι μικρόκοσμοι που είχαν αναπτυχθεί για δεκαετίες γύρω από τους κομματικούς μηχανισμούς εξουσίας είδαν να διαψεύδονται οι προσδοκίες τους απότομα και να χάνονται «κεκτημένα». Η απομάκρυνση πολλών από παλαιά δίκτυα ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Τρίτον, η ένταση και η διάρκεια της κρίσης επιδείνωσαν την κατάσταση και τροφοδότησαν την εκτίμηση πολλών ότι οι κυβερνήσεις δεν ήταν ικανές να λύνουν προβλήματα. Επιπλέον θύμωσαν γιατί αισθάνθηκαν ότι οι κυβερνήτες τούς κορόιδεψαν. Ο κόσμος βίωνε το κόστος της κρίσης και της πολιτικής με τη μορφή μιας πρωτοφανούς αύξησης της ανεργίας, απότομης πτώσης του βιοτικού επιπέδου και φορολογικών επιβαρύνσεων της μικροϊδιοκτησίας. Αυτά συνυφάνθηκαν με τη διάχυτη αίσθηση ότι πάλι πλήρωναν οι λιγότερο προστατευμένοι. Η οργή εκδηλώθηκε με διάφορες μορφές. Κυρίως όμως απαξιώθηκε στα μάτια πολλών πολιτών η πολιτική «ελίτ», η υπόληψη της οποίας είχε ήδη πληγεί από σειρά σκανδάλων.

Στις εκλογές επικράτησε τελικά ο θυμός έναντι του φόβου για τα χειρότερα (π.χ. την έξοδο από την ευρωζώνη που η πλειοψηφία απευχόταν) ή, έστω, πολλοί θεώρησαν ότι η ψήφος τους δεν θα είχε επιπτώσεις. Αυτή η αντίφαση, που αποτυπώθηκε στην απόρριψη της λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων με ταυτόχρονη κατάφαση της ευρωζώνης, δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.
Στα προηγούμενα πρέπει να προσθέσουμε την αίσθηση της εθνικής ταπείνωσης που προκάλεσε ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε η αλλαγή πολιτικής. Ηταν διάχυτη η άποψη ότι τις όποιες αποφάσεις οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής επέβαλαν οι ξένοι - οι τράπεζες (οι αγορές), το ΔΝΤ, η Επιτροπή, η Γερμανία. Πάντως δεν ελαμβάνοντο στο Κοινοβούλιο, που απλώς φαινόταν ότι τις επικύρωνε. Ούτε από την κυβέρνηση. Στα κεντρικά θέματα του λαϊκισμού η πολιτική «ελίτ» δεν απαντούσε πειστικά: γιατί καθορίζεται η πολιτική μας ακόμα και στις λεπτομέρειές της από την τρόικα (τους ξένους); Γιατί πρέπει να μας αφαιρείτε εισοδήματα για να εξυπηρετήσετε τους δανειστές; Ποια είναι η δική σας συνεισφορά στην υπέρβαση της κρίσης;
Από την άλλη μεριά, στην οικονομική κρίση λειτούργησαν παράγοντες όπως οι οικογενειακές παραδόσεις και οι σταθερές ιδεολογικές προτιμήσεις πολιτών και πολιτικών (π.χ. αριστερές και δεξιές εκδοχές του αντιφιλελευθερισμού). Η σημασία τους αναδείχθηκε ανάμεσα σε άλλα στην «παραταξιακή νομιμοφροσύνη». Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων δεν ήταν χαοτικές, αλλά σημειώθηκαν εντός των μεγάλων παρατάξεων.
Την περίοδο της επίπλαστης ευημερίας είχαν εμπεδωθεί διάφορες ιδεολογικές μεροληψίες: η δυσπιστία έναντι του ανταγωνισμού και της επιχειρηματικότητας, η απέχθεια κατά του ξένου κεφαλαίου και η βεβαιότητα ότι οικονομικές δομές, πρακτικές και προσοδοθηρικές συμπεριφορές (π.χ. βόλεμα στο κράτος, διαφθορά, παραοικονομία) θα διαιωνίζονταν. Αυτή η ιδεολογική κληρονομιά παραμένει ισχυρή. Από τη σκοπιά αυτή δεν ήλθε (ακόμα) το τέλος της Μεταπολίτευσης.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν τώρα είναι πολλά. Ο δικομματισμός απέτυχε, αλλά ο κατακερματισμός θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα; Θα έχουμε σταθερή κυβέρνηση και θα μας βγάλει από την κρίση εφαρμόζοντας δημιουργική πολιτική προσαρμογής αντί να επιχειρήσει να διασώσει το status quo;
Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή: Τα Νέα